διορατικότητα

διορατικότητα
η
η ιδιότητα, η ικανότητα τού διορατικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διορατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον λόγιο τύπο διορατικότης στον Α. Ν. Στούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διορατικότητα — η η ιδιότητα του διορατικού, η οξυδέρκεια: Ο καλός πολιτικός διαθέτει διορατικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τσόρτσιλ, σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ — (Churchill, Οξφόρδη 1874 – Λονδίνο 1965). Άγγλος πολιτικός. Γιος του λόρδου Ράντολφ, τριτότοκου του δούκα του Μάρλμπορο, άρχισε τις σπουδές του στο Χάροου και τις συνέχισε στη στρατιωτική σχολή του Σάντχερστ, απ’ όπου βγήκε το 1895 αξιωματικός… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • διάθρησις — ( εως), η (Α) [αθρώ] η διορατικότητα …   Dictionary of Greek

  • ευκρισία — εὐκρισία, ἡ (Μ) [εύκριτος] διορατικότητα, ορθή κρίση …   Dictionary of Greek

  • οξυδέρκεια — η (Α ὀξυδέρκεια) [οξυδερκής] η οξύτητα τής όρασης, η οξεία όραση νεοελλ. μεγάλη ικανότητα αντίληψης τών πραγμάτων, οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνοια, διορατικότητα …   Dictionary of Greek

  • ορατικότητα — η [ορατικός] 1. η ικανότητας τής όρασης 2. οξυδέρκεια, διορατικότητα …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητικότητα — η η ιδιότητα τού παρατηρητικού, η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να ενεργεί παρατηρήσεις, διορατικότητα, οξυδέρκεια, οξύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. παρατηρητικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”